αρηϊκτάμενος

αρηϊκτάμενος
ἀρηϊκτάμενος, -η, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήϊος + κτείνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀρηικταμένῳ — Ἀρηικτάμενος slain by Ares masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαϊκτάμενος — δαϊκτάμενος, η, ον (Α) ο σκοτωμένος στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐ, επικός τ. δοτικής τής λ. δαΐς(Ι)* «πόλεμος, μάχη» + (μτχ.) κτάμενος, τού αορ. έκτανον του ρ. κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αρηϊκτάμενος)] …   Dictionary of Greek

  • ἀρηικταμένῳ — ἀρηϊκταμένῳ , ἀρηικτάμενος slain by Ares masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”